χουχουλίζω
Смотреть что такое "χουχουλίζω" в других словарях:
χουχουλίζω — Ν χουχουλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουχουλιάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
χουχουλίζω — βλ. χουχουλιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουχούλισμα — το, Ν [χουχουλίζω] χουχούλιασμα … Dictionary of Greek